-
1 приблизительно
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > приблизительно
-
2 приблизительно
-
3 ориентировочный
επ.του προσανατολισμού. || προκαταρτικός, προσεγγίζων, ο κατά προσέγγιση• παραπλήσιος•-ые данные προκαταρτικά στοιχεία•
ориентировочный подсчт κατά προσέγγιση υπολογισμός.
-
4 приближённый
επ.κατά προσέγγιση•-ое решение уравнений η κατά προσέγγιση λύση των εξισώσεων.
επ. ο πλησίον, προσκείμενος, οικε ίος. -
5 приблизительность
-ι β. το κατά προσέγγιση•приблизительность подсчтов το κατά προσέγγιση των λογαριασμών.
-
6 приблизительный
επ..βρ: -лен, -льна, -оο κατά προσέγγιση κλπ.επιρ. приблизительный подсчт ο κατά προσέγγιση λογαριασμός•иметь-ое представление о его жизни έχω περίπου μια ιδέα (εικόνα) της ζωής του.
-
7 примерность
-и θ.1. το πρότυπο, υποδειγματικότητα•примерность поведения πρότυπο διαγωγής.
2. το κατά προσέγγιση•-расчётов το κατά προσέγγιση των λογαριασμών.
-
8 примерный
επ., βρ: -рен, -рна, -рно.1. υποδειγματικός• παραδειγματικός• πρότυπος•примерный ученик υποδειγματικός μαθητής (για υπόδειγμα)•
-ая хозяйка υποδειγματική νοικοκυρά.
2. προκαταρκτικός, περίπου, κατά προσέγγιση•примерный подсчёт доходов и расходов ο κατά προσέγγιση υπολογισμός εσόδων και,εξόδων.
-
9 интегрирование
η ολοκλήρωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > интегрирование
-
10 величина
η τιμή, το μέγεθοςвекторная - η (διανυσματική ποσότητα, το διανυσματικό μέγεθοςзаданная - προδιαγεγραμμένη -, προκαθορισμένη -- звёздная первая{}вторая{} το πρώτο/δεύτερο μέγεθος του αστεριούкритическая - κρίσιμη -, το κρίσιμο μέγεθοςнепрерывная - το συνεχές μέγεθος, η συνεχής τιμήноминальная - ονομαστική -, το ονομαστικό μέγεθοςприближённая - κατά προσέγγιση, προσεγγιστική -размерная физическая - το φυσικό μέγεθος (τιμή, διάσταση) όπου τουλάχιστον μια συνιστώσα δεν είναι μηδενικήскалярная - η βαθμ(ιδ)ωτή ποσότητα, το βαθμ(ιδ)ωτό μέγεθοςцифровая - см. целая -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > величина
-
11 метод
η μέθοδος, το σύστημα, ο τρόποςана-глифический (карт.) - ανάγλυφος -лабораторный - εργαστηριακή -, πειραματική -- механической обработки - της μηχανικής κατερ-γασίας/επεξεργασίας- расчёта по разрушающим нагрузкам - υπολογισμού βάσει των καταστρεπτικών φορτίωνсравнительный - см. сопоставительный -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > метод
-
12 ориентировочно
περίπουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ориентировочно
-
13 примерный
1. (рекомендуемый, приблизительный) προτεινόμενος, προκαταρκτικός, κατά προσέγγιση 2. (служащий примером для других, образцовый) υποδειγματικός, παραδειγματικός, πρότυπος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > примерный
-
14 равняться
(мат) ισούμαιприближённо - κατά προσέγγιση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > равняться
-
15 расчёт
1. (подсчёт необходимых данных) о υπολογισμός, ο λογαριασμός- платы за простой - πληρωμής της υπερα-ναμονής, οι επισταλίες2. (определение условий прочности, жёсткости) η ανάλυση, η δοκιμή 3. (конструирование) о υπολογισμός, η μελέτη 4. (оплата) η πληρωμή, η εξόφλησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > расчёт
-
16 экстраполировать
мат. υπολογίζω κατά προσέγγιση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > экстраполировать
-
17 экстраполяция
мат. о υπολογισμός κατά προσέγγιση, ο συμπερασμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > экстраполяция
-
18 ориентировочно
[αριινηρόβατ σνα] επίρ. κατά προσέγγιση, περίπου -
19 ориентировочно
[αριινηρόβατ σνα] επίρ κατά προσέγγιση, περίπου -
20 пеленг
-а α.η κατά προσέγγιση εκτίμηση της θέσης ενός σημείου.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κατά — και κατ , μπροστά από φωνήεν με ψιλή και καθ , μπροστά από φωνήεν με δασεία, πρόθ. 1. με γενική σημαίνει α. κίνηση: Πήγε κατά διαβόλου. β. εχθρική κίνηση εναντίον κάποιου: Όρμησε κατά του αντιπάλου του. γ. εχθρική διάθεση: Είναι κατά του πολέμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσέγγιση — Ο όρος χρησιμοποιείται στα μαθηματικά κάθε φορά που πρόκειται να δώσουμε στην πράξη το μέτρο ενός μαθηματικού ή φυσικού μεγέθους. Αν, για παράδειγμα, έχουμε ένα ευθύγραμμο τμήμα AB και, ως μονάδα μήκους, ένα άλλο ευθ. τμήμα ΓΔ, τότε ορίζεται στα… … Dictionary of Greek
κατά — (I) (AM κατά, Α αρκαδ. τ. κατύ και ποιητ. τ. καταί) πρόθεση που δηλώνει: 1. (με γεν.) α) κίνηση προς κάτι (α. «πάει κατά διαβόλου» πάει προς την καταστροφή β. «πάμε κατά καπνού» βαδίζουμε στον αφανισμό γ. «άι κατ ανέμου» χάσου απ εδώ δ. «κατὰ… … Dictionary of Greek
ημερολόγιο — Σύστημα μέτρησης του χρόνου σε ορισμένες περιόδους (έτη, μήνες, εβδομάδες και ημέρες). Η αρχή των αρχαιότερων συστημάτων για τον υπολογισμό του χρόνου συνδέεται, σύμφωνα με τις πιο έγκυρες γνώμες, με την ανάπτυξη της γεωργίας και της κτηνοτροφίας … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… … Dictionary of Greek
έλξη, παγκόσμια — Η ελκτική δύναμη που αναπτύσσεται μεταξύ δύο μαζών που βρίσκονται ελεύθερες στο Διάστημα, η οποία είναι ανάλογη προς τις μάζες και αντιστρόφως ανάλογη προς το τετράγωνο της απόστασής τους. Η ελκτική αυτή δύναμη ονομάζεται π.έ. και εκφράζεται… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek